καθολικάτον

καθολικάτον
καθολικάτον, τὸ (Μ)
μητροπολιτικός ναός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθολικός + κατάλ. -άτον, πρβλ. δουκ-άτον, κομιτ-άτον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”